εναντιοδρομώ

εναντιοδρομώ
(-έω) (Α ἐναντιοδρομῶ)
τρέχω, κινούμαι προς κάποιον κατ' αντίθετη προς αυτόν διεύθυνση και τόν συναντώ
νεοελλ.
ναυτ. πλέω κατ' αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα σε άλλο πλοίο, με την πλώρη να κατευθύνεται προς την πλώρη του, πλέω αντίπρωρα (ανάπλωρα), αναπρωρίζω (αναπλωρίζω) ή πλέω με την πλώρη κόντρα προς τον άνεμο ή το ρεύμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”